- φθειροποιός
- -όν, Α1. αυτός που παράγει ψείρες («ἔριον φθειροποιόν», Πλούτ.)2. αυτός που έχει μικρούς εδώδιμους σπόρους («πίτυς φθειροποιός.», Θεόφρ.)3. καταστρεπτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φθειροποιός — producing lice masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθειροποιόν — φθειροποιός producing lice masc/fem acc sg φθειροποιός producing lice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθειροποιοῦ — φθειροποιός producing lice masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek